τρέμουλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρέμουλο | τα | τρέμουλα |
γενική | του | τρέμουλου | των | τρέμουλων |
αιτιατική | το | τρέμουλο | τα | τρέμουλα |
κλητική | τρέμουλο | τρέμουλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρέμουλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική tremulo < λατινική tremulus < tremo + -ulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *trem- (τρέμω από φόβο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈtɾe.mu.lo/
- παρώνυμο: τρέμολο
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρέμουλο ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του τρέμω, ιδίως με τρόπο ακούσιο και ανεξέλεγκτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τρέμω