τρέμολο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
τρέμολο < (άμεσο δάνειο) ιταλική tremolo < λατινική tremulus[1] (σειόμενος, παλλόμενος)[2] < tremo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *trem- (τρέμω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρέμολο ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τρέμολο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Δείτε το ιταλικό ρήμα tremolare
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)