Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsi.o.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σεί‐ο‐μαι
ομόηχο: σείομε

  Ρήμα επεξεργασία

σείομαι, π.πρτ.: σειόμουν(α), στ.μέλλ.: θα σειστώ, π.αόρ.: σείστηκα, (ενεργ.: σείω)

Δείτε επίσης επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

σείομαι