Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σειέμαι < παθητική φωνή του σειώ

  Ρήμα επεξεργασία

σειέμαι

  1. σείομαι, κουνιέμαι έντονα
    Κοίτα την πώς σειέται και λυγιέται.

  Μεταφράσεις επεξεργασία