λυγιέμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λυγιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος λυγώ
Ρήμα επεξεργασία
λυγιέμαι
- (προφορικό) περπατώ με αυταρέσκεια, προκλητικότητα ή υπερβολικό τρόπο, ενίοτε και με γυναικωτό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
λυγιέμαι
|
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
λυγιέμαι
- παθητική φωνή του ρήματος λυγώ