κουνιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουνιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος κουνώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kuˈɲeme/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐νιέ‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίακουνιέμαι
- (προφορικό) περπατώ και λικνίζομαι με τρόπο προκλητικό
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουνιέμαι | κουνιόμουν(α) | θα κουνιέμαι | να κουνιέμαι | ||
β' ενικ. | κουνιέσαι | κουνιόσουν(α) | θα κουνιέσαι | να κουνιέσαι | ||
γ' ενικ. | κουνιέται | κουνιόταν(ε) | θα κουνιέται | να κουνιέται | ||
α' πληθ. | κουνιόμαστε | κουνιόμαστε κουνιόμασταν |
θα κουνιόμαστε | να κουνιόμαστε | ||
β' πληθ. | κουνιέστε | κουνιόσαστε κουνιόσασταν |
θα κουνιέστε | να κουνιέστε | κουνιέστε | |
γ' πληθ. | κουνιούνται | κουνιόνταν(ε) κουνιούνταν κουνιόντουσαν |
θα κουνιούνται | να κουνιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κουνήθηκα | θα κουνηθώ | να κουνηθώ | κουνηθεί | ||
β' ενικ. | κουνήθηκες | θα κουνηθείς | να κουνηθείς | κουνήσου | ||
γ' ενικ. | κουνήθηκε | θα κουνηθεί | να κουνηθεί | |||
α' πληθ. | κουνηθήκαμε | θα κουνηθούμε | να κουνηθούμε | |||
β' πληθ. | κουνηθήκατε | θα κουνηθείτε | να κουνηθείτε | κουνηθείτε | ||
γ' πληθ. | κουνήθηκαν κουνηθήκαν(ε) |
θα κουνηθούν(ε) | να κουνηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κουνηθεί | είχα κουνηθεί | θα έχω κουνηθεί | να έχω κουνηθεί | κουνημένος | |
β' ενικ. | έχεις κουνηθεί | είχες κουνηθεί | θα έχεις κουνηθεί | να έχεις κουνηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κουνηθεί | είχε κουνηθεί | θα έχει κουνηθεί | να έχει κουνηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κουνηθεί | είχαμε κουνηθεί | θα έχουμε κουνηθεί | να έχουμε κουνηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κουνηθεί | είχατε κουνηθεί | θα έχετε κουνηθεί | να έχετε κουνηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κουνηθεί | είχαν κουνηθεί | θα έχουν κουνηθεί | να έχουν κουνηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακουνιέμαι
- παθητική φωνή του ρήματος κουνώ