↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουνημένος η κουνημένη το κουνημένο
      γενική του κουνημένου της κουνημένης του κουνημένου
    αιτιατική τον κουνημένο την κουνημένη το κουνημένο
     κλητική κουνημένε κουνημένη κουνημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουνημένοι οι κουνημένες τα κουνημένα
      γενική των κουνημένων των κουνημένων των κουνημένων
    αιτιατική τους κουνημένους τις κουνημένες τα κουνημένα
     κλητική κουνημένοι κουνημένες κουνημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουνημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουνώ, κουνιέμαι

κουνημένος, -η, -ο

  1. → δείτε τη λέξη κουνώ
  2. φωτογραφία στην οποία δεν αποτυπώνεται το θέμα ξεκάθαρα, λόγω σχετικά χαμηλής ταχύτητας την ώρα της λήψης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία