κουνημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουνημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουνώ, κουνιέμαι
Μετοχή
επεξεργασίακουνημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη κουνώ
- φωτογραφία στην οποία δεν αποτυπώνεται το θέμα ξεκάθαρα, λόγω σχετικά χαμηλής ταχύτητας την ώρα της λήψης
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουνημένος
|