Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σείω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σείω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σεί‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

σείω, αόρ.: έσεισα, παθ.φωνή: σείομαι, π.αόρ.: σείστηκα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σείω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tuei-

  Ρήμα επεξεργασία

σείω

  1. κουνάω πέρα-δώθε, ταλαντεύω κάτι
  2. (μεταφορικά)αναταράσσω
  3. (απρόσωπο) γίνεται σεισμός
  4. (μεταφορικά) κατηγορώ, λέγοντας ψέμματα, για να πάρω χρήματα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
σεισ- 

  Πηγές επεξεργασία