Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνασείω < ἀνα- + σείω

ἀνασείω

  1. κινώ πάνω κάτω, τραντάζω, ταρακουνάω
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Κατ᾽ Ἀνδοκίδου ἀσεβείας, 51
    καὶ ἐπὶ τούτοις ἱέρειαι καὶ ἱερεῖς στάντες κατηράσαντο πρὸς ἑσπέραν καὶ φοινικίδας ἀνέσεισαν, κατὰ τὸ νόμιμον τὸ παλαιὸν καὶ ἀρχαῖον.
  2. (για χέρια) σηκώνω ψηλά
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 38.1
    οἱ δὲ ἀκούσαντες παρῆκαν τὰς ἀσπίδας οἱ πλεῖστοι καὶ τὰς χεῖρας ἀνέσεισαν, δηλοῦντες προσίεσθαι τὰ κεκηρυγμένα.
    Όταν οι Λακεδαιμόνιοι άκουσαν την πρόταση, άφησαν οι περισσότεροι τις ασπίδες τους και σήκωσαν τα χέρια για να δείξουν ότι δέχονται τους όρους.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  3. απειλώ, επισείω
  4. (μεταφορικά) διεγείρω, ερεθίζω, υποκινώ, προκαλώ, παρακινώ
    ※  2ος κε αιώνας Καινή Διαθήκη, Εὐαγγέλιον κατὰ Λουκᾶν, 23.5 @scaife.perseus
    οἱ δὲ ἐπίσχυον, λέγοντες ὅτι Ἀνασείει τὸν λαόν, διδάσκων καθ’ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἕως ὧδε.
    ※  2ος κε αιώνας Καινή Διαθήκη, Εὐαγγέλιον κατὰ Μᾶρκον, 15.11 @scaife.perseus
    οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν τὸν ὄχλον, ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς.
  5. (στην παθητική φωνή) υποκινούμαι, ενθαρρύνομαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία