ἀνασείω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀνασείω
- κινώ πάνω κάτω, τραντάζω, ταρακουνάω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Κατ᾽ Ἀνδοκίδου ἀσεβείας, 51
- καὶ ἐπὶ τούτοις ἱέρειαι καὶ ἱερεῖς στάντες κατηράσαντο πρὸς ἑσπέραν καὶ φοινικίδας ἀνέσεισαν, κατὰ τὸ νόμιμον τὸ παλαιὸν καὶ ἀρχαῖον.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Κατ᾽ Ἀνδοκίδου ἀσεβείας, 51
- (για χέρια) σηκώνω ψηλά
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 38.1
- οἱ δὲ ἀκούσαντες παρῆκαν τὰς ἀσπίδας οἱ πλεῖστοι καὶ τὰς χεῖρας ἀνέσεισαν, δηλοῦντες προσίεσθαι τὰ κεκηρυγμένα.
- Όταν οι Λακεδαιμόνιοι άκουσαν την πρόταση, άφησαν οι περισσότεροι τις ασπίδες τους και σήκωσαν τα χέρια για να δείξουν ότι δέχονται τους όρους.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- οἱ δὲ ἀκούσαντες παρῆκαν τὰς ἀσπίδας οἱ πλεῖστοι καὶ τὰς χεῖρας ἀνέσεισαν, δηλοῦντες προσίεσθαι τὰ κεκηρυγμένα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 38.1
- απειλώ, επισείω
- (μεταφορικά) διεγείρω, ερεθίζω, υποκινώ, προκαλώ, παρακινώ
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Εὐαγγέλιον κατὰ Λουκᾶν, 23.5 @scaife.perseus
- οἱ δὲ ἐπίσχυον, λέγοντες ὅτι Ἀνασείει τὸν λαόν, διδάσκων καθ’ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἕως ὧδε.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Εὐαγγέλιον κατὰ Μᾶρκον, 15.11 @scaife.perseus
- οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν τὸν ὄχλον, ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Εὐαγγέλιον κατὰ Λουκᾶν, 23.5 @scaife.perseus
- (στην παθητική φωνή) υποκινούμαι, ενθαρρύνομαι
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ποιητικός τύπος: ἀνασσείω
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀνασείω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνασείω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.