ἀνασεισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀνασεισμός | οἱ | ἀνασεισμοί | ||||
γενική | τοῦ | ἀνασεισμοῦ | τῶν | ἀνασεισμῶν | ||||
δοτική | τῷ | ἀνασεισμῷ | τοῖς | ἀνασεισμοῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀνασεισμόν | τοὺς | ἀνασεισμούς | ||||
κλητική ὦ! | ἀνασεισμέ | ἀνασεισμοί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνασεισμώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀνασεισμοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀνασεισμός (ελληνιστική κοινή) < ἀνασείω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀνασεισμός, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- απειλητική χειρονομία
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 6.62.2 @scaife.perseus
- φοβείτω δʼ ὑμῶν μηδένα μήτε ὁ τῶν ἀποστατῶν ἀνασεισμὸς μήτε ὁ τῶν ἀλλοφύλων πόλεμος·
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 6.62.2 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἀνασείω
Πηγές
επεξεργασία- ἀνασεισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.