ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνασεισμός οἱ ἀνασεισμοί
      γενική τοῦ ἀνασεισμοῦ τῶν ἀνασεισμῶν
      δοτική τῷ ἀνασεισμ τοῖς ἀνασεισμοῖς
    αιτιατική τὸν ἀνασεισμόν τοὺς ἀνασεισμούς
     κλητική ! ἀνασεισμέ ἀνασεισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνασεισμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀνασεισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνασεισμός (ελληνιστική κοινή) < ἀνασείω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀνασεισμός, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία