ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὐανάσειστος τὸ εὐανάσειστον
      γενική τοῦ/τῆς εὐανασείστου τοῦ εὐανασείστου
      δοτική τῷ/τῇ εὐανασείστ τῷ εὐανασείστ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐανάσειστον τὸ εὐανάσειστον
     κλητική ! εὐανάσειστε εὐανάσειστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐανάσειστοι τὰ εὐανάσειστ
      γενική τῶν εὐανασείστων τῶν εὐανασείστων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐανασείστοις τοῖς εὐανασείστοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐανασείστους τὰ εὐανάσειστ
     κλητική ! εὐανάσειστοι εὐανάσειστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐανασείστω τὼ εὐανασείστω
      γεν-δοτ τοῖν εὐανασείστοιν τοῖν εὐανασείστοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐανάσειστος (ελληνιστική κοινή) < εὖ + ἀνασείω

  Επίθετο

επεξεργασία

εὐανάσειστος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία