↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεινάμενος η σεινάμενη το σεινάμενο
      γενική του σεινάμενου της σεινάμενης του σεινάμενου
    αιτιατική τον σεινάμενο τη σεινάμενη το σεινάμενο
     κλητική σεινάμενε σεινάμενη σεινάμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεινάμενοι οι σεινάμενες τα σεινάμενα
      γενική των σεινάμενων των σεινάμενων των σεινάμενων
    αιτιατική τους σεινάμενους τις σεινάμενες τα σεινάμενα
     κλητική σεινάμενοι σεινάμενες σεινάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεινάμενος < σειέμαι

σεινάμενος

  1. (ειρωνικό) (μόνο σε φράσεις: σεινάμενος και λυγάμενος ή κουνάμενος) που δείχνει ότι δεν έχει καταλάβει ότι κάποιο κακό ή γενικά συνταραχτικό γεγονός έχει συμβεί
    εμφανίστηκε στη γιορτή σεινάμενη και κουνάμενη λες και δεν είχαν ποτέ τσακωθεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία