σεινάμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεινάμενος < σειέμαι
Μετοχή επεξεργασία
σεινάμενος
- (ειρωνικό) (μόνο σε φράσεις: σεινάμενος και λυγάμενος ή κουνάμενος) που δείχνει ότι δεν έχει καταλάβει ότι κάποιο κακό ή γενικά συνταραχτικό γεγονός έχει συμβεί
- εμφανίστηκε στη γιορτή σεινάμενη και κουνάμενη λες και δεν είχαν ποτέ τσακωθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεινάμενος
|