αναταράσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναταράσσω < αρχαία ελληνική ἀναταράσσω
Ρήμα
επεξεργασίααναταράσσω (παθητική φωνή: αναταράσσομαι)
- (λόγιο) άλλη μορφή του αναταράζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναταράσσω | ανατάρασσα | θα αναταράσσω | να αναταράσσω | αναταράσσοντας | |
β' ενικ. | αναταράσσεις | ανατάρασσες | θα αναταράσσεις | να αναταράσσεις | ανατάρασσε | |
γ' ενικ. | αναταράσσει | ανατάρασσε | θα αναταράσσει | να αναταράσσει | ||
α' πληθ. | αναταράσσουμε | αναταράσσαμε | θα αναταράσσουμε | να αναταράσσουμε | ||
β' πληθ. | αναταράσσετε | αναταράσσατε | θα αναταράσσετε | να αναταράσσετε | αναταράσσετε | |
γ' πληθ. | αναταράσσουν(ε) | ανατάρασσαν αναταράσσαν(ε) |
θα αναταράσσουν(ε) | να αναταράσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανατάραξα | θα αναταράξω | να αναταράξω | αναταράξει | ||
β' ενικ. | ανατάραξες | θα αναταράξεις | να αναταράξεις | ανατάραξε | ||
γ' ενικ. | ανατάραξε | θα αναταράξει | να αναταράξει | |||
α' πληθ. | αναταράξαμε | θα αναταράξουμε | να αναταράξουμε | |||
β' πληθ. | αναταράξατε | θα αναταράξετε | να αναταράξετε | αναταράξτε | ||
γ' πληθ. | ανατάραξαν αναταράξαν(ε) |
θα αναταράξουν(ε) | να αναταράξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναταράξει | είχα αναταράξει | θα έχω αναταράξει | να έχω αναταράξει | ||
β' ενικ. | έχεις αναταράξει | είχες αναταράξει | θα έχεις αναταράξει | να έχεις αναταράξει | ||
γ' ενικ. | έχει αναταράξει | είχε αναταράξει | θα έχει αναταράξει | να έχει αναταράξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναταράξει | είχαμε αναταράξει | θα έχουμε αναταράξει | να έχουμε αναταράξει | ||
β' πληθ. | έχετε αναταράξει | είχατε αναταράξει | θα έχετε αναταράξει | να έχετε αναταράξει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναταράξει | είχαν αναταράξει | θα έχουν αναταράξει | να έχουν αναταράξει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναταράσσω
|