↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεισάχθεια οι σεισάχθειες
      γενική της σεισάχθειας των σεισαχθειών
    αιτιατική τη σεισάχθεια τις σεισάχθειες
     κλητική σεισάχθεια σεισάχθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεισάχθεια < αρχαία ελληνική σεισάχθεια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σεισάχθεια θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

σεισάχθεια < σείω + ἄχθος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σεισάχθεια θηλυκό

  1. το πέταγμα, το τίναγμα του βάρους
  2. (ειδικότερα) η νομοθετική ρύθμιση παλαιών χρεών από τον Σόλωνα