Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σείστρο τα σείστρα
      γενική του σείστρου των σείστρων
    αιτιατική το σείστρο τα σείστρα
     κλητική σείστρο σείστρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σείστρο < (ελληνιστική κοινήσεῖστρον < σείω (5. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική rocker)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsi.stɾo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
σείστρο

σείστρο ουδέτερο

  1. (μουσικό όργανο) συνοδευτικό κρουστό μουσικό όργανο που αποτελείται από μια χειρολαβή και το κυρίως μέρος του (σε σχήμα πετάλου ή σπιρουνιού) με προσαρμοσμένα κουδουνάκια που παράγουν κάποιον ήχο και κρατούν το ρυθμό σε κάθε τους κίνηση.
     συνώνυμα: ντεφοχέρι, ντέφι με χειρολαβή
  2. κουδουνίστρα
  3. γλωσσίδι καμπάνας ή κουδουνιού
     συνώνυμα: βαρίδι
  4. κουδουνάκι ντεφιού
  5. κατασκευή που συμβάλλει στην έκπλυση μεταλλεύματος

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη σείω

  Μεταφράσεις επεξεργασία