απόσειση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόσειση | οι | αποσείσεις |
γενική | της | απόσεισης* | των | αποσείσεων |
αιτιατική | την | απόσειση | τις | αποσείσεις |
κλητική | απόσειση | αποσείσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσείσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόσειση < αποσείω
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόσειση θηλυκό
- η κίνηση με την οποία κάποιος αποσείει, τινάζει από πάνω του ένα βάρος
- η απόσειση των ευθυνών
Μεταφράσεις επεξεργασία
απόσειση
|