• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τουρτούρα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό 1
    • 1.3 Ουσιαστικό 2
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τουρτούρα οι τουρτούρες
      γενική της τουρτούρας —
    αιτιατική την τουρτούρα τις τουρτούρες
     κλητική τουρτούρα τουρτούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. τουρτούρα < τουρτουρίζω + -α
  2. τουρτούρα < λατινική turtur

Ουσιαστικό 1

επεξεργασία

τουρτούρα θηλυκό

  • (λαϊκότροπο) το να τουρτουρίζει κάποιος
    ≈ συνώνυμα:: τουρτούρισμα, τούρτουρο, ρίγος, τρεμούλιασμα

Ουσιαστικό 2

επεξεργασία

τουρτούρα θηλυκό

  • (λαϊκότροπο, ορνιθολογία) τρυγόνι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τουρτούρα
  • → δείτε τις λέξεις τουρτούρισμα και τρυγόνι
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τουρτούρα&oldid=5574387"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Ιουλίου 2022, στις 18:05

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Ιουλίου 2022, στις 18:05.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας