Δείτε επίσης: ἀνταρκτικός, ανταρτικός, αντάρτικος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανταρκτικός η ανταρκτική το ανταρκτικό
      γενική του ανταρκτικού της ανταρκτικής του ανταρκτικού
    αιτιατική τον ανταρκτικό την ανταρκτική το ανταρκτικό
     κλητική ανταρκτικέ ανταρκτική ανταρκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανταρκτικοί οι ανταρκτικές τα ανταρκτικά
      γενική των ανταρκτικών των ανταρκτικών των ανταρκτικών
    αιτιατική τους ανταρκτικούς τις ανταρκτικές τα ανταρκτικά
     κλητική ανταρκτικοί ανταρκτικές ανταρκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανταρκτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνταρκτικός[1] < ἀντί + ἀρκτικός < ἄρκτος. Συγχρονικά αναλύεται σε αντ- + αρκτικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.daɾ.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νταρ‐κτι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

ανταρκτικός, -ή, -ό

  1. νότιος, κοντά στον Νότιο Πόλο ή γύρω απ’ αυτόν
  2. (ουσιαστικοποιημένο) Ανταρκτική: η νοτιότερη ήπειρος της γης, γύρω από τον Νότιο Πόλο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία