ανταρκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανταρκτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνταρκτικός[1] < ἀντί + ἀρκτικός < ἄρκτος. Συγχρονικά αναλύεται σε αντ- + αρκτικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.daɾ.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νταρ‐κτι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαανταρκτικός, -ή, -ό
- νότιος, κοντά στον Νότιο Πόλο ή γύρω απ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) Ανταρκτική: η νοτιότερη ήπειρος της γης, γύρω από τον Νότιο Πόλο
Συγγενικά
επεξεργασία- Ανταρκτική
- → δείτε τις λέξεις αρκτικός και άρκτος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ανταρκτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας