Δείτε επίσης: αρκτική

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αρκτική
      γενική της Αρκτικής
    αιτιατική την Αρκτική
     κλητική Αρκτική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Αρκτική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Arctic < αρχαία ελληνική ἀρκτικός < ἄρκτος[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.ktiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αρ‐κτι‐κή

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

 
Δορυφορική φωτογραφία της Αρκτικής

Αρκτική θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)