Γροιλανδία

Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γροιλανδία | οι | Γροιλανδίες |
γενική | της | Γροιλανδίας | των | Γροιλανδιών |
αιτιατική | τη | Γροιλανδία | τις | Γροιλανδίες |
κλητική | Γροιλανδία | Γροιλανδίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- Γροιλανδία < δανική Grønland[1] < παλαιά νορβηγική Grœnland < grœnn (πράσινος) + land (γη) (πράσινη γη, ονομασία που έδωσαν οι πρώτοι Σκανδιναβοί οικιστές της με την ελπίδα να προσελκύσουν κι άλλους)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣɾi.lanˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γροι‐λαν‐δί‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Γροιλανδία θηλυκό
- κράτος της Αρκτικής με καθεστώς αυτοδιάθεσης, που ανήκει στη Δανία, με πρωτεύουσα το Νουούκ και επίσημες γλώσσες τα γροιλανδικά και τα δανικά. Γεωγραφικά ανήκει στην Αμερική, ενώ πολιτικά, στην Ευρώπη
- το ομώνυμο νησί στο οποίο βρίσκεται το κράτος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Γροιλανδία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)