Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γροιλανδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γροιλανδικ
ός
η
γροιλανδικ
ή
το
γροιλανδικ
ό
γενική
του
γροιλανδικ
ού
της
γροιλανδικ
ής
του
γροιλανδικ
ού
αιτιατική
τον
γροιλανδικ
ό
τη
γροιλανδικ
ή
το
γροιλανδικ
ό
κλητική
γροιλανδικ
έ
γροιλανδικ
ή
γροιλανδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γροιλανδικ
οί
οι
γροιλανδικ
ές
τα
γροιλανδικ
ά
γενική
των
γροιλανδικ
ών
των
γροιλανδικ
ών
των
γροιλανδικ
ών
αιτιατική
τους
γροιλανδικ
ούς
τις
γροιλανδικ
ές
τα
γροιλανδικ
ά
κλητική
γροιλανδικ
οί
γροιλανδικ
ές
γροιλανδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γροιλανδικός
<
Γροιλανδ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
γροιλανδικός, -ή, -ό
,
ο σχετικός με
Γροιλανδία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γροιλανδικός