Λαπωνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λαπωνία | ||
γενική | της | Λαπωνίας | ||
αιτιατική | τη | Λαπωνία | ||
κλητική | Λαπωνία | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λαπωνία < γαλλική Laponie + -ία < Lapon + -ie < σουηδική Lapp < lapp < παλαιά νορβηγική leppr < πρωτογερμανική *lappa- / *lappô (πανί, ρούχο) < (ίσως) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leb-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /la.poˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λα‐πω‐νί‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛαπωνία θηλυκό
- γεωγραφική—πολιτισμική περιοχή της Ευρώπης στη βόρεια Σκανδιναβία, που εκτείνεται σε περιοχές της Νορβηγίας, Σουηδίας, Φινλανδίας και Ρωσίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Λαπωνία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Λαπωνία
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)