Λάπωνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λάπωνας | οι | Λάπωνες |
γενική | του | Λάπωνα | των | Λαπώνων |
αιτιατική | τον | Λάπωνα | τους | Λάπωνες |
κλητική | Λάπωνα | Λάπωνες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Λάπωνας αρσενικό (θηλυκό Λαπωνίδα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Λάπωνας
|