Λάπωνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λάπωνας | οι | Λάπωνες |
γενική | του | Λάπωνα | των | Λαπώνων |
αιτιατική | τον | Λάπωνα | τους | Λάπωνες |
κλητική | Λάπωνα | Λάπωνες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λάπωνας < γαλλική Lapon + -ας < σουηδική Lapp < lapp < παλαιά νορβηγική leppr < πρωτογερμανική *lappa- / *lappô (πανί, ρούχο) < (ίσως) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leb-
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛάπωνας αρσενικό (θηλυκό Λαπωνίδα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Λάπωνας
|