Δείτε επίσης: Λάπωνας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λάκωνας οι Λάκωνες
      γενική του Λάκωνα
Λάκωνος*
των Λακώνων
    αιτιατική τον Λάκωνα τους Λάκωνες
     κλητική Λάκωνα Λάκωνες
* Και λόγια γενική σε -ος σε παγιωμένες εκφράσεις και όρους.
Η γενική Λάκωνος από την κλίση του Λάκων.
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λάκωνας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Λάκων

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈla.ko.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λά‐κω‐νας

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λάκωνας αρσενικό (θηλυκό Λάκαινα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Λάκωνας αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Λακωνία



ζητούμενο λήμμα