λακωνίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λακωνίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λακωνίζω[1] (με σημασία άλλη από την αρχαία)
Ρήμα επεξεργασία
λακωνίζω
- μιλώ λακωνικά, με λίγα αλλά ουσιαστικά λόγια, εκφράζομαι περιεκτικά
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λακωνίζω
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λακωνίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λακωνίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
λακωνίζω
- φέρομαι όπως οι Λάκωνες, μιμούμαι τους τρόπους ή το ντύσιμό τους
- υποστηρίζω τους Λακεδαιμόνιους, συντάσσομαι με τα συμφέροντα της (αρχαίας) Σπάρτης
- είμαι παιδεραστής
Κλίση επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- λακωνίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λακωνίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.