Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λακωνίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λακωνίζω[1] (με σημασία άλλη από την αρχαία)

  Ρήμα επεξεργασία

λακωνίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λακωνίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

λακωνίζω

  1. φέρομαι όπως οι Λάκωνες, μιμούμαι τους τρόπους ή το ντύσιμό τους
  2. υποστηρίζω τους Λακεδαιμόνιους, συντάσσομαι με τα συμφέροντα της (αρχαίας) Σπάρτης
  3. είμαι παιδεραστής
     συνώνυμα: παιδεραστῶ

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία