ουσιαστικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ουσιαστικός < ουσία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ουσιαστικός
- που αντιστοιχεί στην ουσία των πραγμάτων και όχι απλώς στην εξωτερική όψη τους
- έχει ουσιαστικό ενδιαφέρον για τους μαθητές του
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ουσιαστικός