réel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réel | réels |
θηλυκό | réelle | réelles |
Επίθετο επεξεργασία
réel (fr)
πραγματικός, αληθινός, έμπρακτος, ουσιαστικός
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réel | réels |
θηλυκό | réelle | réelles |
réel (fr)
πραγματικός, αληθινός, έμπρακτος, ουσιαστικός