substantial
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | substantial |
συγκριτικός | more substantial |
υπερθετικός | most substantial |
Επίθετο
επεξεργασίαsubstantial (en)
- ουσιαστικός, αξιοσημείωτος, σημαντικός
- ⮡ words without substantial content - λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο
- ⮡ The difference is not substantial.
- Η διαφορά δεν είναι αξιοσημείωτη.
- ⮡ a business of substantial proportions - επιχείρηση σημαντικών διαστάσεων