μακρολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακρολογώ < αρχαία ελληνική μακρολογέω- μακρολογῶ < μακρολόγος
Ρήμα
επεξεργασίαμακρολογώ, πρτ.: μακρολογούσα, στ.μέλλ.: θα μακρολογήσω, αόρ.: μακρολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)
- λέω πολλά, μιλά περισσότερο από όσο χρειάζεται, πολυλογώ σε μάκρος, περιττολογώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μακρολογώ