μάκρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μάκρος | τα | μάκρη |
γενική | του | μάκρους | — | |
αιτιατική | το | μάκρος | τα | μάκρη |
κλητική | μάκρος | μάκρη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μάκρος < αρχαία ελληνική μάκρος (-εος και -ους)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάκρος ουδέτερο
- η διάσταση του μήκους
- δεν θέλω να μου πεις το πλάτος, το μάκρος χρειάζομαι
- το κατάστημά μας έχει φούστες σε πολλά μάκρη
- το μήκος, ως μέγεθος
- πόσο μάκρος έχει;
- μου αρέσουν τα μαλλιά σου σε αυτό το μάκρος
- η μεγάλη διάρκεια
- αυτό το έργο τραβάει σε μάκρος και νύσταξα