Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μακρολόγος τὸ μακρολόγον
      γενική τοῦ/τῆς μακρολόγου τοῦ μακρολόγου
      δοτική τῷ/τῇ μακρολόγ τῷ μακρολόγ
    αιτιατική τὸν/τὴν μακρολόγον τὸ μακρολόγον
     κλητική ! μακρολόγε μακρολόγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μακρολόγοι τὰ μακρολόγ
      γενική τῶν μακρολόγων τῶν μακρολόγων
      δοτική τοῖς/ταῖς μακρολόγοις τοῖς μακρολόγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μακρολόγους τὰ μακρολόγ
     κλητική ! μακρολόγοι μακρολόγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μακρολόγω τὼ μακρολόγω
      γεν-δοτ τοῖν μακρολόγοιν τοῖν μακρολόγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακρολόγος < μακρο- + -λόγος

  Επίθετο επεξεργασία

μακρολόγος, -ος, -ον, συγκριτικός: μακρολογώτερος

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μακρός και λόγος

Δείτε επίσης επεξεργασία

συγγενικά στα νέα ελληνικά [1]

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «μακρολολογώ, μακρολογία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

  Πηγές επεξεργασία