μακρολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- μακρολογία < αρχαία ελληνική μακρολογία < μακρολογέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμακρολογία θηλυκό
- πολυλογία, λόγος που τραβάει σε αδικαιολόγητο μάκρος, που κρατάει παραπάνω χρόνο από όσο αξίζει στο περιεχόμενό του ή στις περιστάσεις, όταν π.χ. πρέπει να ληφθεί γρήγορα μια απόφαση
Μεταφράσεις
επεξεργασία μακρολογία