Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλατειάζω < αρχαία ελληνική πλατειάζω

  Ρήμα επεξεργασία

πλατειάζω

  • μιλάω πολύ για κάποιο θέμα (στον προφορικό ή γραπτό λόγο)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλατειάζω < πλατύς

  Ρήμα επεξεργασία

πλατειάζω

  1. χτυπώ με την παλάμη (=πλατεία)
  2. μιλάω προφέροντας τα φωνήνετα με ανοικτό το στόμα, όπως οι Δωριείς

Συγγενικά επεξεργασία