μακρηγορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακρηγορώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μακρηγορῶ[1][2]
Ρήμα
επεξεργασίαμακρηγορώ
- (λόγιο, αμετάβατο) μιλώ επί μακρόν για ένα θέμα, λέω (υπερβολικά) πολλά λόγια και δίνω πολλές περιττές πληροφορίες
Άλλες μορφές
επεξεργασία- μακρυγορώ (εσφαλμένη γραφή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μακρηγορώ | μακρηγορούσα | θα μακρηγορώ | να μακρηγορώ | μακρηγορώντας | |
β' ενικ. | μακρηγορείς | μακρηγορούσες | θα μακρηγορείς | να μακρηγορείς | (μακρηγόρει) | |
γ' ενικ. | μακρηγορεί | μακρηγορούσε | θα μακρηγορεί | να μακρηγορεί | ||
α' πληθ. | μακρηγορούμε | μακρηγορούσαμε | θα μακρηγορούμε | να μακρηγορούμε | ||
β' πληθ. | μακρηγορείτε | μακρηγορούσατε | θα μακρηγορείτε | να μακρηγορείτε | μακρηγορείτε | |
γ' πληθ. | μακρηγορούν(ε) | μακρηγορούσαν(ε) | θα μακρηγορούν(ε) | να μακρηγορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μακρηγόρησα | θα μακρηγορήσω | να μακρηγορήσω | μακρηγορήσει | ||
β' ενικ. | μακρηγόρησες | θα μακρηγορήσεις | να μακρηγορήσεις | μακρηγόρησε | ||
γ' ενικ. | μακρηγόρησε | θα μακρηγορήσει | να μακρηγορήσει | |||
α' πληθ. | μακρηγορήσαμε | θα μακρηγορήσουμε | να μακρηγορήσουμε | |||
β' πληθ. | μακρηγορήσατε | θα μακρηγορήσετε | να μακρηγορήσετε | μακρηγορήστε | ||
γ' πληθ. | μακρηγόρησαν μακρηγορήσαν(ε) |
θα μακρηγορήσουν(ε) | να μακρηγορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μακρηγορήσει | είχα μακρηγορήσει | θα έχω μακρηγορήσει | να έχω μακρηγορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μακρηγορήσει | είχες μακρηγορήσει | θα έχεις μακρηγορήσει | να έχεις μακρηγορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μακρηγορήσει | είχε μακρηγορήσει | θα έχει μακρηγορήσει | να έχει μακρηγορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μακρηγορήσει | είχαμε μακρηγορήσει | θα έχουμε μακρηγορήσει | να έχουμε μακρηγορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μακρηγορήσει | είχατε μακρηγορήσει | θα έχετε μακρηγορήσει | να έχετε μακρηγορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μακρηγορήσει | είχαν μακρηγορήσει | θα έχουν μακρηγορήσει | να έχουν μακρηγορήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μακρηγορώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ μακρηγορώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας