επί μακρόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επί μακρόν < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπὶ μακρόν < αρχαία ελληνική ἐπὶ μακρόν → δείτε τις λέξεις ἐπί και μακρός
Έκφραση επεξεργασία
επί μακρόν (λόγιο)
- (επιρρηματικά) για εκτεταμένο χρονικό διάστημα
- ↪ Συντάχθηκε επί μακρόν το σύγγραμμά του.
- ≈ συνώνυμα: μακροχρόνια
- (επιθετικοποιημένο)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επί μακρόν
|
Πηγές επεξεργασία
- μακρός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μακρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μακρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012