ἐπί μακρόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐπὶ μακρόν < → δείτε επί μακρόν
Έκφραση επεξεργασία
ἐπὶ μακρόν
- (καθαρεύουσα) → δείτε επί μακρόν
- ※ Οἱ γέροντες ὡμίλησαν κατόπιν ἐπὶ μακρὸν περὶ τῆς παλαιάς φιλίας των.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ἐπὶ μακρόν
→ δείτε επί μακρόν |