↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ανταρκτική οι Ανταρκτικές
      γενική της Ανταρκτικής των Ανταρκτικών
    αιτιατική την Ανταρκτική τις Ανταρκτικές
     κλητική Ανταρκτική Ανταρκτικές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η θέσης της Ανταρκτικής στον πλανήτη

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ανταρκτική < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Antarctica (αντιδάνειο) < αρχαία ελληνική ἀνταρκτικός < ἀντί (αντ-) + ἀρκτικός < ἄρκτος (αρκούδα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.daɾ.ktiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐νταρ‐κτι‐κή

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ανταρκτική θηλυκό στον ενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία