Δείτε επίσης: μάορι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μάορι < από τη λέξη της γλώσσας μάορι: māori (κοινός, κανονικός)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μάορι αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία