Δείτε επίσης: ανταρκτικός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀνταρκτικός ἀνταρκτική τὸ ἀνταρκτικόν
      γενική τοῦ ἀνταρκτικοῦ τῆς ἀνταρκτικῆς τοῦ ἀνταρκτικοῦ
      δοτική τῷ ἀνταρκτικ τῇ ἀνταρκτικ τῷ ἀνταρκτικ
    αιτιατική τὸν ἀνταρκτικόν τὴν ἀνταρκτικήν τὸ ἀνταρκτικόν
     κλητική ! ἀνταρκτικέ ἀνταρκτική ἀνταρκτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀνταρκτικοί αἱ ἀνταρκτικαί τὰ ἀνταρκτικᾰ́
      γενική τῶν ἀνταρκτικῶν τῶν ἀνταρκτικῶν τῶν ἀνταρκτικῶν
      δοτική τοῖς ἀνταρκτικοῖς ταῖς ἀνταρκτικαῖς τοῖς ἀνταρκτικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀνταρκτικούς τὰς ἀνταρκτικᾱ́ς τὰ ἀνταρκτικᾰ́
     κλητική ! ἀνταρκτικοί ἀνταρκτικαί ἀνταρκτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνταρκτικώ τὼ ἀνταρκτικᾱ́ τὼ ἀνταρκτικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀνταρκτικοῖν τοῖν ἀνταρκτικαῖν τοῖν ἀνταρκτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνταρκτικός < ἀντ- + ἀρκτικός

  Επίθετο επεξεργασία

ἀνταρκτικός, -ή, -όν

  Πηγές επεξεργασία