ἀνταρκτικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀνταρκτικός, -ή, -όν
- που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά από τον αστερισμό της Άρκτου, ο νότιος
- → δείτε τη λέξη ανταρκτικός
Πηγές
επεξεργασία- ἀνταρκτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.