Ανταρκτίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ανταρκτίδα | οι | Ανταρκτίδες |
γενική | της | Ανταρκτίδας | των | Ανταρκτίδων |
αιτιατική | την | Ανταρκτίδα | τις | Ανταρκτίδες |
κλητική | Ανταρκτίδα | Ανταρκτίδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ανταρκτίδα < Ανταρκτ(ική) + -ίδα[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.daɾˈkti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐νταρ‐κτί‐δα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ανταρκτίδα θηλυκό
- (ήπειρος) άλλη μορφή του Ανταρκτική
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ανταρκτίδα
→ δείτε τη λέξη Ανταρκτική |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Ανταρκτίδα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας