εξευτελιστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξευτελιστικά < εξευτελεστικ(ός) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαεξευτελιστικά
- με εξευτελιστικό τρόπο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξευτελιστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεξευτελιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξευτελιστικός