Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταπεινωτικά < ταπεινωτικός < ταπείνωση

  Επίρρημα επεξεργασία

ταπεινωτικά

μου φέρεσαι ταπεινωτικά, όταν με βρίζεις

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  ταπεινός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ταπεινωτικά