εξευτελίστηκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εξευτελίστηκα
- α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εξευτελίζομαι, παθητικού του εξευτελίζω
εξευτελίστηκα