Ετυμολογία

επεξεργασία
ridicule < λατινική ridiculus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁidikyl/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ridicule ridicules

ridicule (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία