πομπεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πομπεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πομπεύω (οδηγώ πομπή, βρίζω χυδαία) η σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pomˈbe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐μπεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαπομπεύω, αόρ.: πόμπεψα, παθ.φωνή: πομπεύομαι, π.αόρ.: πομπεύτηκα, μτχ.π.π.: πομπεμένος
- (λαϊκότροπο) διαπομπεύω και εκθέτω κάποιον ή τα μυστικά του
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πέμπω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πομπεύω | πόμπευα | θα πομπεύω | να πομπεύω | πομπεύοντας | |
β' ενικ. | πομπεύεις | πόμπευες | θα πομπεύεις | να πομπεύεις | πόμπευε | |
γ' ενικ. | πομπεύει | πόμπευε | θα πομπεύει | να πομπεύει | ||
α' πληθ. | πομπεύουμε | πομπεύαμε | θα πομπεύουμε | να πομπεύουμε | ||
β' πληθ. | πομπεύετε | πομπεύατε | θα πομπεύετε | να πομπεύετε | πομπεύετε | |
γ' πληθ. | πομπεύουν(ε) | πόμπευαν πομπεύαν(ε) |
θα πομπεύουν(ε) | να πομπεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πόμπευσα | θα πομπεύσω | να πομπεύσω | πομπεύσει | ||
β' ενικ. | πόμπευσες | θα πομπεύσεις | να πομπεύσεις | πόμπευσε | ||
γ' ενικ. | πόμπευσε | θα πομπεύσει | να πομπεύσει | |||
α' πληθ. | πομπεύσαμε | θα πομπεύσουμε | να πομπεύσουμε | |||
β' πληθ. | πομπεύσατε | θα πομπεύσετε | να πομπεύσετε | πομπεύστε | ||
γ' πληθ. | πόμπευσαν πομπεύσαν(ε) |
θα πομπεύσουν(ε) | να πομπεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πομπεύσει | είχα πομπεύσει | θα έχω πομπεύσει | να έχω πομπεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις πομπεύσει | είχες πομπεύσει | θα έχεις πομπεύσει | να έχεις πομπεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει πομπεύσει | είχε πομπεύσει | θα έχει πομπεύσει | να έχει πομπεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πομπεύσει | είχαμε πομπεύσει | θα έχουμε πομπεύσει | να έχουμε πομπεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε πομπεύσει | είχατε πομπεύσει | θα έχετε πομπεύσει | να έχετε πομπεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πομπεύσει | είχαν πομπεύσει | θα έχουν πομπεύσει | να έχουν πομπεύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πομπεύομαι | πομπευόμουν(α) | θα πομπεύομαι | να πομπεύομαι | ||
β' ενικ. | πομπεύεσαι | πομπευόσουν(α) | θα πομπεύεσαι | να πομπεύεσαι | ||
γ' ενικ. | πομπεύεται | πομπευόταν(ε) | θα πομπεύεται | να πομπεύεται | ||
α' πληθ. | πομπευόμαστε | πομπευόμαστε πομπευόμασταν |
θα πομπευόμαστε | να πομπευόμαστε | ||
β' πληθ. | πομπεύεστε | πομπευόσαστε πομπευόσασταν |
θα πομπεύεστε | να πομπεύεστε | (πομπεύεστε) | |
γ' πληθ. | πομπεύονται | πομπεύονταν πομπευόντουσαν |
θα πομπεύονται | να πομπεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πομπεύτηκα | θα πομπευτώ | να πομπευτώ | πομπευτεί | ||
β' ενικ. | πομπεύτηκες | θα πομπευτείς | να πομπευτείς | πομπέψου | ||
γ' ενικ. | πομπεύτηκε | θα πομπευτεί | να πομπευτεί | |||
α' πληθ. | πομπευτήκαμε | θα πομπευτούμε | να πομπευτούμε | |||
β' πληθ. | πομπευτήκατε | θα πομπευτείτε | να πομπευτείτε | πομπευτείτε | ||
γ' πληθ. | πομπεύτηκαν πομπευτήκαν(ε) |
θα πομπευτούν(ε) | να πομπευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πομπευτεί | είχα πομπευτεί | θα έχω πομπευτεί | να έχω πομπευτεί | πομπεμένος | |
β' ενικ. | έχεις πομπευτεί | είχες πομπευτεί | θα έχεις πομπευτεί | να έχεις πομπευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει πομπευτεί | είχε πομπευτεί | θα έχει πομπευτεί | να έχει πομπευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πομπευτεί | είχαμε πομπευτεί | θα έχουμε πομπευτεί | να έχουμε πομπευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε πομπευτεί | είχατε πομπευτεί | θα έχετε πομπευτεί | να έχετε πομπευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πομπευτεί | είχαν πομπευτεί | θα έχουν πομπευτεί | να έχουν πομπευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πομπεμένος - είμαστε, είστε, είναι πομπεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πομπεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πομπεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πομπεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πομπεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πομπεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πομπεμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία πομπεύω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πομπεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπομπεύω
- οδηγώ μια πομπή, συνοδεύω μια πομπή
- (ελληνιστική σημασία) κατηγορώ, διαπομπεύω με χυδαίες βρισιές
Πηγές
επεξεργασία- πομπεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πομπεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.