préparatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
préparatif | préparatifs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpréparatif (fr) αρσενικό
- (συνήθως στον πληθυντικό) η προετοιμασία για κάτι, η ετοιμασία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη préparer