préparatoire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
préparatoire | préparatoires |
Επίθετο
επεξεργασίαpréparatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- classes préparatoires: τάξεις του γαλλικού λυκείου, μετά το απολυτήριο (baccalauréat), που προετοιμάζουν τους φοιτητές για τις ανώτατες σχολές εμπορίου, μηχανικών, κ.α.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη préparer