arrangeur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
arrangeur | arrangeurs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
arrangeur (fr) αρσενικό
- (μουσική) ηλεκτρονικό μουσικό όργανο με πλήκτρα, σαν το πιάνο, που αναπαράγει πληθώρα ήχων και επιτρέπει την εύκολη συνοδεία ή αναπαραγωγή μελωδιών