↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προβληματικός η προβληματική το προβληματικό
      γενική του προβληματικού της προβληματικής του προβληματικού
    αιτιατική τον προβληματικό την προβληματική το προβληματικό
     κλητική προβληματικέ προβληματική προβληματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προβληματικοί οι προβληματικές τα προβληματικά
      γενική των προβληματικών των προβληματικών των προβληματικών
    αιτιατική τους προβληματικούς τις προβληματικές τα προβληματικά
     κλητική προβληματικοί προβληματικές προβληματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προβληματικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προβληματικός (σχετικός με πρόβλημα) (< πρόβλημα + -ικός). Για τις σύγχρονες σημασίες, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική problématique[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

προβληματικός

  • που έχει, που παρουσιάζει πολλά προβλήματα, πολλές δυσκολίες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία