προβληματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προβληματικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προβληματικός (σχετικός με πρόβλημα) (< πρόβλημα + -ικός). Για τις σύγχρονες σημασίες, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική problématique[1]
Επίθετο
επεξεργασία
προβληματικός
- που έχει, που παρουσιάζει πολλά προβλήματα, πολλές δυσκολίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προβληματικός
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ προβληματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας