Ουσιαστικό

επεξεργασία

problema (gl)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
problema < problem- + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική problema problemaj
αιτιατική probleman problemajn

problema (eo)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
problema problemas

problema (es) αρσενικό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
problema problemi

problema (it)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

problema (ca)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
problema problemas

problema (pt) αρσενικό