Γαλικιανά (gl) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

problema (gl)



Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

problema < problem- + -a

  Επίθετο επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική problema problemaj
αιτιατική probleman problemajn

problema (eo)



Ισπανικά (es) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
problema problemas

problema (es) αρσενικό



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
problema problemi

problema (it)



Καταλανικά (ca) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

problema (ca)



Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
problema problemas

problema (pt) αρσενικό